-
1 προσοψις
- εως ἥ1) вид, внешность(ἀνδρός Pind.; π. φιλτάτη Soph.)
2) взгляд(ἐκ πρώτης προσόψεως Luc.)
3) лицо, личность(πρόσοψίν τινος εἰσιδεῖν Soph.)
εἰς πρόσοψίν τινος ἐλθεῖν Eur. — узреть кого-л.
1 προσοψις
(ἀνδρός Pind.; π. φιλτάτη Soph.)
(ἐκ πρώτης προσόψεως Luc.)
(πρόσοψίν τινος εἰσιδεῖν Soph.)